κρόμμυα

κρόμμυα
κρόμμυον
onion
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρόμμυ' — κρόμμυα , κρόμμυον onion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόμμυο — το (AM κρόμμυον, Α και κρέμμυον και κρόμυον) κρεμμύδι αρχ. στον πληθ. τὰ κρόμμυα τόπος όπου πουλιούνται κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόμμυον συνδέεται με μέσο ιρλδ. crim, ουαλ. craf, αγγλοσαξ. hramsan, νέο άνω γερμ. rams και ανάγεται στην… …   Dictionary of Greek

  • σκόρδο — (allium sativum). Φυτό της οικογένειας των Λιλιιδών ή Λειριιδών. Επιστημονικά λέγεται άλιο το εδώδιμο. Είναι γνωστό από παλιά και κατάγεται από την Κεντρική Ασία όπου συναντιέται σαν αυτοφυές. Είναι πολυετές ποώδες φυτό με βολβό (κεφάλι του σκ.)… …   Dictionary of Greek

  • σκύρβια — Α (κατά τον Ησύχ.) «κρόμμυα» …   Dictionary of Greek

  • τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”